επικάρσιος — ἐπικάρσιος, α, ον και ος, ον (Α) 1. εγκάρσιος, πλάγιος, που σχηματίζει γωνία, ιδίως ορθή 2. (για ιστιοφόρο σε θύελλα) πλαγιασμένος, που έχει κλίση προς τη μία πλευρά ή που έχει την πλώρη μέσα στη θάλασσα και την πρύμνη ανασηκωμένη 3. (για ύφασμα) … Dictionary of Greek
ἐπικάρσιος — cross wise masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικαρσίως — ἐπικάρσιος cross wise adverbial ἐπικάρσιος cross wise masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικάρσιον — ἐπικάρσιος cross wise masc acc sg ἐπικάρσιος cross wise neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικαρσίαις — ἐπικάρσιος cross wise fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικαρσίη — ἐπικάρσιος cross wise fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικαρσίην — ἐπικάρσιος cross wise fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικαρσίης — ἐπικάρσιος cross wise fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικαρσίοις — ἐπικάρσιος cross wise masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικαρσίου — ἐπικάρσιος cross wise masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικαρσίους — ἐπικάρσιος cross wise masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)